1.
Τὸ νέο ἔφθασε στὸ πιὸ εὐφρόσυνο ἀπό τὰ ὄνειρά του
Ἡ πεθαμένη του γυναίκα λέει εἶχε ἀνεβεῖ στὸν θρόνο
τῆς Αὐτοκρατορίας. Δὲν ἤξερα τίποτε, πῶς καὶ γιατί.
Βεβαίως τὸ περίμενα σ’ ἕνα λευκὸ δωμάτιο καλοσυγυρισμένο.
Ἤμουν ὅλος χαρά. Δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα πότε θὰ κοπιάσει
ἀπὸ τὸν θρόνο κάτω γιὰ ν’ἀλλάξει τὴ ζωή μου.
Ἔμενα σ’ἕνα λευκὸ δωμάτιο περιποιημένο
μὲ τὸ ἐλεύθερο νὰ μπαινοβγαίνω. Εἶχα καὶ ἐπισκέψεις,
ὅλοι τους πεθαμένοι, ὅλοι στὴν άνοικτὴ χαρά
καὶ μιὰ κοπέλλα, δὲν τὴν ἀναγνώρισα, μὰ ἀπ’ τη χαρά,
τὴν χούφτωσα, ὅπως καὶ τότε στὰ νοσοκομεῖα. Τότε,
μοῦ ‘χε χαρίσει κι ἕνα τόξο νὰ κυνηγάω Ἐρινύες
μὲς στὸ δωμάτιο τὸ λευκὸ καὶ καλοσυγυρισμένο.
– δὲν εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὸν θρόνο της ἀκόμα,
Ὥστε θά ‘ρχόταν η δική μου βασίλισσα τῆς Αὐτοκράτειας,
θά ‘ρχόταν στὸ λευκό δωμάτιο ν’ἀλλάξει τὴ ζωή μου,
νὰ γίνει τί δὲν τόλμησα ποτέ μου νὰ ρωτήσω.
Ἤξερα ὅμως καὶ περίμενα καθότι ὅποιος περιμένει, ξέρει
πὼς τὸ δωμάτιο θά ‘ναι λευκὸ καὶ τὸ πολὺ πολὺ συγυρισμένο.
Ἡ πεθαμένη του γυναίκα λέει εἶχε ἀνεβεῖ στὸν θρόνο
τῆς Αὐτοκρατορίας. Δὲν ἤξερα τίποτε, πῶς καὶ γιατί.
Βεβαίως τὸ περίμενα σ’ ἕνα λευκὸ δωμάτιο καλοσυγυρισμένο.
Ἤμουν ὅλος χαρά. Δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα πότε θὰ κοπιάσει
ἀπὸ τὸν θρόνο κάτω γιὰ ν’ἀλλάξει τὴ ζωή μου.
Ἔμενα σ’ἕνα λευκὸ δωμάτιο περιποιημένο
μὲ τὸ ἐλεύθερο νὰ μπαινοβγαίνω. Εἶχα καὶ ἐπισκέψεις,
ὅλοι τους πεθαμένοι, ὅλοι στὴν άνοικτὴ χαρά
καὶ μιὰ κοπέλλα, δὲν τὴν ἀναγνώρισα, μὰ ἀπ’ τη χαρά,
τὴν χούφτωσα, ὅπως καὶ τότε στὰ νοσοκομεῖα. Τότε,
μοῦ ‘χε χαρίσει κι ἕνα τόξο νὰ κυνηγάω Ἐρινύες
μὲς στὸ δωμάτιο τὸ λευκὸ καὶ καλοσυγυρισμένο.
– δὲν εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὸν θρόνο της ἀκόμα,
Ὥστε θά ‘ρχόταν η δική μου βασίλισσα τῆς Αὐτοκράτειας,
θά ‘ρχόταν στὸ λευκό δωμάτιο ν’ἀλλάξει τὴ ζωή μου,
νὰ γίνει τί δὲν τόλμησα ποτέ μου νὰ ρωτήσω.
Ἤξερα ὅμως καὶ περίμενα καθότι ὅποιος περιμένει, ξέρει
πὼς τὸ δωμάτιο θά ‘ναι λευκὸ καὶ τὸ πολὺ πολὺ συγυρισμένο.
2.
Στὴν τελευταία ἐκταφή της: ἕνα ψηλὸ σκουπόξυλο
σὰν τὰ σκουπόξυλα ποὺ καβαλλίκευαν οἱ μάγισσες,
μιὰ ἀραιὴ μαύρη οὐρὰ κρεμότανε στὴν ἄκρη
σὰν τ’ ἄγριο κοντάρι αἱμοβόρου Οὔννου.
Ὁ θάνατος ἔχει ἀνοίξει στόμα, περιμένει.
Σαγηνευμένος, θέλω νὰ μὲ ρουφήξει μέσα, ν’ ἀπογίνω,
σὲ μιὰ χαψιά, ἕνα μὲ τὴ βασίλισσα ἐκείνη,
σκουπόξυλο τῆς μάγισσας, κοντάρι Οὔννου.
σὰν τὰ σκουπόξυλα ποὺ καβαλλίκευαν οἱ μάγισσες,
μιὰ ἀραιὴ μαύρη οὐρὰ κρεμότανε στὴν ἄκρη
σὰν τ’ ἄγριο κοντάρι αἱμοβόρου Οὔννου.
Ὁ θάνατος ἔχει ἀνοίξει στόμα, περιμένει.
Σαγηνευμένος, θέλω νὰ μὲ ρουφήξει μέσα, ν’ ἀπογίνω,
σὲ μιὰ χαψιά, ἕνα μὲ τὴ βασίλισσα ἐκείνη,
σκουπόξυλο τῆς μάγισσας, κοντάρι Οὔννου.
No comments:
Post a Comment