Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα.
Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο. Κάποιος
μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.
– Είσαι καλά; Του λέω.
- Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι.
- Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι.
– Άντε, στην υγειά σου, είπε.
Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το
άφησε πάνω στο τραπέζι.
– Δεν πίνεις; Ρώτησα.
– Εσύ να
πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω....
...!
ReplyDelete