Τόσο πολλοί αστερισμοί, που
κάποιος μάς προτείνει. Ήμουν,
όταν σε κοίταξα - πότε; -,
έξω
στους άλλους κόσμους.
Ω εκείνοι οι δρόμοι, γαλαξιακοί,
ω εκείνη η ώρα, που
πρόσθεσε τις νύχτες στο βάρος των ονομάτων μας
και τις ζύγισε μαζί. Δεν είναι,
το ξέρω, δεν είναι αλήθεια
ότι ζήσαμε, πέρασε μόνο
μια ανάσα τυφλή ανάμεσα σε
εκεί κι όχι-εδώ και κάποτε,
σαν κομήτης σφυρίζοντας πέρασε ένα μάτι
προς κάτι σβησμένο, μες στα φαράγγια,
εκεί που η φωτιά ξεψύχαγε, στεκόταν
λαμπρός μαστοφόρος ο Χρόνος,
κι από μέσα του βλάσταινε κιόλας
προς τα πάνω και κάτω και πέρα, ό,τι
είναι ή ήταν ή θα είναι -,
εγώ ξέρω,
ξέρω και ξέρεις, εμείς ξέραμε,
εμείς δεν ξέραμε, αφού
ήμασταν εδώ και όχι εκεί,
και κάποτε, όταν
μόνο το τίποτα στεκόταν ανάμεσα, βρίσκαμε
εντελώς ο ένας τον άλλο.
Παουλ Τσέλαν, μτφ. Χρήστος Λάζος. Από τη συλλογή "Του κανενός το ρόδο", εκδ. Άγρα.
Τόσο πολλοί αστερισμοί, που
κάποιος μάς προτείνει. Ήμουν,
όταν σε κοίταξα - πότε; -,
έξω
στους άλλους κόσμους.
Ω εκείνοι οι δρόμοι, γαλαξιακοί,
ω εκείνη η ώρα, που
πρόσθεσε τις νύχτες στο βάρος των ονομάτων μας
και τις ζύγισε μαζί. Δεν είναι,
το ξέρω, δεν είναι αλήθεια
ότι ζήσαμε, πέρασε μόνο
μια ανάσα τυφλή ανάμεσα σε
εκεί κι όχι-εδώ και κάποτε,
σαν κομήτης σφυρίζοντας πέρασε ένα μάτι
προς κάτι σβησμένο, μες στα φαράγγια,
εκεί που η φωτιά ξεψύχαγε, στεκόταν
λαμπρός μαστοφόρος ο Χρόνος,
κι από μέσα του βλάσταινε κιόλας
προς τα πάνω και κάτω και πέρα, ό,τι
είναι ή ήταν ή θα είναι -,
εγώ ξέρω,
ξέρω και ξέρεις, εμείς ξέραμε,
εμείς δεν ξέραμε, αφού
ήμασταν εδώ και όχι εκεί,
και κάποτε, όταν
μόνο το τίποτα στεκόταν ανάμεσα, βρίσκαμε
εντελώς ο ένας τον άλλο.
Παουλ Τσέλαν, μτφ. Χρήστος Λάζος. Από τη συλλογή "Του κανενός το ρόδο", εκδ. Άγρα.
κάποιος μάς προτείνει. Ήμουν,
όταν σε κοίταξα - πότε; -,
έξω
στους άλλους κόσμους.
Ω εκείνοι οι δρόμοι, γαλαξιακοί,
ω εκείνη η ώρα, που
πρόσθεσε τις νύχτες στο βάρος των ονομάτων μας
και τις ζύγισε μαζί. Δεν είναι,
το ξέρω, δεν είναι αλήθεια
ότι ζήσαμε, πέρασε μόνο
μια ανάσα τυφλή ανάμεσα σε
εκεί κι όχι-εδώ και κάποτε,
σαν κομήτης σφυρίζοντας πέρασε ένα μάτι
προς κάτι σβησμένο, μες στα φαράγγια,
εκεί που η φωτιά ξεψύχαγε, στεκόταν
λαμπρός μαστοφόρος ο Χρόνος,
κι από μέσα του βλάσταινε κιόλας
προς τα πάνω και κάτω και πέρα, ό,τι
είναι ή ήταν ή θα είναι -,
εγώ ξέρω,
ξέρω και ξέρεις, εμείς ξέραμε,
εμείς δεν ξέραμε, αφού
ήμασταν εδώ και όχι εκεί,
και κάποτε, όταν
μόνο το τίποτα στεκόταν ανάμεσα, βρίσκαμε
εντελώς ο ένας τον άλλο.
Παουλ Τσέλαν, μτφ. Χρήστος Λάζος. Από τη συλλογή "Του κανενός το ρόδο", εκδ. Άγρα.
No comments:
Post a Comment