Τίποτε απολύτως το ρωμαντικό
δεν είχεν όταν με είπεν «Ίσως να πεθάνω».
Τώπε για αστεϊσμό. Έτσι που θα το πει
είκοσι τριών ετών ένα παιδί.
Κ' εγώ -είκοσι πέντε- έτσι το πήρα ελαφρά.
Τίποτε (ευτυχώς) της ψευτο-αισθηματικής ποιήσεως
για να συγκινηθούν κομψές (αστείες) κυρίες
που για τίποτα στενάζουν.
Κ' εν τούτοις όταν βρέθηκα έξω απ' την πόρτα του σπιτιού
με ήλθε η ιδέα που πράγμα αστείον δεν ήταν.
Μπορούσε και ν' απέθνησκε. Και με τον φόβο αυτό
ανέβηκα τες σκάλες τρέχοντας, ήτανε τρίτο πάτωμα.
Και χωρίς ν' ανταλλάξουμε κανένα λόγο,
τον φίλησα το μέτωπο, τα μάτια του, το στόμα,
το στήθος του, τα χέρια του, και κάθε, κάθε μέλος·
που θάρρεψα - όπως λέγουν οι θείοι στίχοι
του Πλάτωνος - που η ψυχή μου ανέβηκε στα χείλη.
Δεν πήγα στην κηδείαν. Ήμουν άρρωστος.
Μονάχη της τον έκλαψεν αγνά,
επάνω στο λευκό του φέρετρον, η μάνα του.
με ήλθε η ιδέα που πράγμα αστείον δεν ήταν.
Μπορούσε και ν' απέθνησκε. Και με τον φόβο αυτό
ανέβηκα τες σκάλες τρέχοντας, ήτανε τρίτο πάτωμα.
Και χωρίς ν' ανταλλάξουμε κανένα λόγο,
τον φίλησα το μέτωπο, τα μάτια του, το στόμα,
το στήθος του, τα χέρια του, και κάθε, κάθε μέλος·
που θάρρεψα - όπως λέγουν οι θείοι στίχοι
του Πλάτωνος - που η ψυχή μου ανέβηκε στα χείλη.
Δεν πήγα στην κηδείαν. Ήμουν άρρωστος.
Μονάχη της τον έκλαψεν αγνά,
επάνω στο λευκό του φέρετρον, η μάνα του.
No comments:
Post a Comment