C’est jolie, la théologie
Beckett
ΠΡΩΤΗ
ΦΟΡΑ ποὺ ἔνοιωσα χαρὰ μὲ τὸ κακὸ ποὺ βρῆκε κάποιον ἄλλο, ἦταν
μιὰ Κυριακή, στοὺς ἀγῶνες τοῦ ἱππικοῦ μας ὁμίλου. Τὸ κορίτσι
ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὸ ἄλογο λεγόταν Αὐγή. Πρέπει νὰ ἦταν
ἑβραιοπούλα, μὲ τὰ ξανθωπὰ μαλλιά της πιασμένα κότσο, τὰ
γαλάζια μάτια καὶ τὸ σταρένιο δέρμα. Εἶχε κλείσει τὰ
δεκατέσσετα, μὰ τὸ λεπτοκαμωμένο κορμί της, ριγμένο
ἀνάσκελα, ἔμεινε ἀκίνητο στὸ χῶμα. Ἡ φαιόχρωμη φοράδα
πανικόβλητη, ἀφοῦ τρόχασε κάμποσα βήματα, εἶχε στρέψει τὰ
καπούλια πρὸς τὸ στρωμένο κορμὶ τοῦ κοριτσιοῦ, περιμένοντας
νὰ τὴν πιάσουν. Ἐξίσου πανικόβλητη εἶχε πεταχτεῖ ἀπὸ τὶς
κερκίδες καὶ ἡ μάννα, κραυγάζοντας «τὸ κεφάλι, τὸ κεφάλι…»
Διέσχισε τὴν ἐξέδρα τοῦ ἱπποδρομίου καὶ χύθηκε ἀπ’ τὰ
σκαλάκια μέσα στὸν στίβο κατὰ τὴν κόρη της, γύρω ἀπὸ τὴν ὁποία
εἶχαν μαζευτεῖ κάμποσοι ἱππεῖς μὲ τὶς λευκὲς τεζαριστὲς
κυλλότες καὶ..''
No comments:
Post a Comment