Η μικρή αναγνωστική μου εμπειρία επιτρέπει τον πρόχειρο κανόνα/συμπέρασμα -αυτό που στα τρέχοντα ελληνικά αποκαλούμε rule of thumb-
ότι εάν, με το κλείσιμο του βιβλίου η επίγευση είναι διαρκείας και
θετική, το βιβλίο είναι, το λιγότερο, ενδιαφέρον. Εάν η επίγευση είναι
σύντομη και μη θετική, το βιβλίο είναι, το λιγότερο, αδιάφορο. Με
απολύτως προσωπικά κριτήρια, πάντα.
Με το τέλος της πρώτης ανάγνωσης, η επίγευση του “Ο Κόκκινος θερισμός”
ήταν σύντομη και μη θετική. Άρα, κατά τον “κανόνα”, το βιβλίο ήταν, το
λιγότερο, αδιάφορο. Να το επαναλάβω, με απολύτως προσωπικά κριτήρια,
πάντα.
Τώρα, η πρώτη ερώτηση: Πώς μπορεί να κρίνεται ως αδιάφορο ένα βιβλίο που επιλέχτηκε από το περιοδικό TIME (της 8ης Ιανουαρίου, 2010) ανάμεσα στα “100 καλύτερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στην αγγλική γλώσσα, από το 1923”;[1].
Και η δεύτερη ερώτηση: Πώς μπορεί να κρίνεται ως αδιάφορο ένα βιβλίο για το οποίο ο Νομπελίστας André Gide θα πει ότι “αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα, την τελευταία λέξη σε όρους φρικαλεότητας, κυνισμού και φρίκης”;
Κι έπειτα, γιατί “σύντομη και μη θετική”, η
επίγευση; Μήπως γιατί το -φαινομενικά- κοινωνικά περίκλειστο
hard-boiled του Hammett μοιάζει ξεπερασμένο σε αναγνώστες εθισμένους στο
στρατευμένο νεο-πολάρ; ή στο σύγχρονο ιστορικο/κοινωνικό αστυνομικό
μυθιστόρημα; ή στα της εισβολής των Σκανδιναβών; Και πώς να συγχωρεθεί η απόλυτη απουσία από τον “Κόκκινο θερισμό”, της όποιας αναφοράς ή παραπομπής, σε έναν δραματικό κοινωνικό περίγυρο;
Από ένα βιβλίο, δηλαδή, που γράφτηκε και κυκλοφόρησε το 1929, χρονιά
της απόλυτης οικονομικής κρίσης, στις ΗΠΑ αλλά και διεθνώς, αυτής που
οδήγησε στη “Μαύρη Τρίτη” (“Black Tuesday”) και στη “Μεγάλη Ύφεση”
(“Great
No comments:
Post a Comment