Monday, October 1, 2012

''ΑΔΕΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΜΟΥ'' της ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΟΤΖΙΑ

''Λαμπρές ημέρες του Σεπτέμβρη, βιβλία στοιχημένα για διάβασμα, ιδέες που διαγκωνίζονται ζητώντας ν’ αναπνεύσουν, ελκυστικοί σχηματισμοί λέξεων, αισθητικές μορφές που υφαίνονται έντεχνα μέσα σε τυπωμένα κείμενα, δίψα για περιπλάνηση στους πολυπλόκαμους θαλάσσιους κόλπους του μακρινού Βορρά ή στο σπινθηροβόλο ανάγλυφο της διπλανής Πελοποννήσου, σχέδια και όνειρα, παρηγορητικά πλάνα πλάι σε κύκλους που κλείνουν – αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου. Καθώς αποχαιρετώ μια πλούσια βιβλιοθήκη, ένα μεγάλο γραφείο, ένα βαρύ πέτρινο τζάκι, έναν σκοτεινό γεωμετρικό πίνακα της Τόνιας Νικολαΐδη, ένα επιτραπέζιο γλυπτό του James Cubitt, πολύχρωμες μακέτες αρχιγραμμάτων του Ντώτα Νίκολη, μια υδατογραφία αθηναϊκού λυκαυγούς του Αντρέα Φραγκιά, άξαφνα όλα φαντάζουν ευπρόσδεκτα. Ενα ήπιο κύμα αισιοδοξίας που κουβαλάει στη ράχη του τις ανεξιχνίαστες αποχρώσεις του μακρινού παρελθόντος και ένα μέλλον που για να το εξευμενίσουμε, εγγράφουμε πάνω του πόθους και ρεμβασμούς. Η εικόνα που περιγράφω ανήκει στην αυγή της παιδικής ηλικίας.
«Οι σκούρες ράχες των βιβλίων κάλυπταν τους τοίχους ώς το ταβάνι. Κάτω από το τεράστιο ανοιχτόχρωμο γραφείο, στο τετράγωνο άνοιγμα που σχημάτιζαν η οριζόντια ξύλινη πλάκα και οι δύο μεγάλες ορθογώνιες συρταροθήκες, μέσα στο μισοσκόταδο κούρνιαζε ένα παιδάκι. Καθόταν ανακούκουρδα μέσα στην αυτοσχέδια φωλιά του. Δεν απασχολούσε κανέναν. Μόνο και μικροσκοπικό ένιωθε ασφάλεια ακουμπώντας τη ράχη του στην εσωτερική επιφάνεια του θεόρατου επίπλου· έπαιρνε δύναμη απ’ τη θερμότητα του ξύλου κι άνεση απ’ τη ζεστασιά που ανέδιδε το δεμένο χαρτί στις βιβλιοθήκες που ορθώνονταν ψηλά μέχρι τη στιβαρή οροφή· ήταν ευτυχισμένο και δεν υποψιαζόταν καθόλου τι του επιφύλασσε το μέλλον. Ηρεμία, ασφάλεια, προσδοκία! Τι τυχερό παιδάκι που ήμουν!»..''

No comments:

Post a Comment